- επικούρειος
- -α, -ο (Α ἐπικούρειος, -ον) [Επίκουρος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή στη φιλοσοφική σχολή του («τινὲς δὲ τῶν Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων», ΚΔ)2. το αρσ. ως ουσ. οἱ ἐπικούρειοιοι οπαδοί τής φιλοσοφίας τού Επικούρουνεοελλ.φιλήδονος, ευδαιμονιστής.επίρρ...επικουρείως ή -ασύμφωνα με τις δοξασίες τού Επικούρου, ευδαιμονιστικά, φιλήδονα.
Dictionary of Greek. 2013.